- δηλαυγῶς
- δηλαυγῶς· ἄγαν φανερῶς, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δηλαυγώς — δηλαυγῶς επίρρ. (Α) ολοφάνερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δήλος «φανερός» + αυγή] … Dictionary of Greek